Τίτλος – Title | H Χλωραμφαινικόλη στη Δεκαετία του ’80 Chloramphenicol in the 1980s |
|
Συγγραφέας – Author | ΦΑΡΜΑΚΟΝ-ΤΥΠΟΣ
PHARMAKON-PRESS Τμήμα Επιστημονικής Πληροφόρησης |
|
Παραπομπή – Citation | ΦΑΡΜΑΚΟΝ-Τύπος: Επιθεώρηση Κλιν. Φαρμακολ. Φαρμακοκινητ.
2: 263-271 (1985) PHARMAKON-Press: Epitheorese Klin. Farmakol. Farmakokinet. 2: 263-271 (1985) |
|
Ημερομηνία Δημοσιευσης – Publication Date | Ιανουάριος 1985 – January 1985 | |
Γλώσσα Πλήρους Κειμένου – Full Text Language |
Ελληνικά – Greek | |
Παραγγελία – Αγορά – Order – Buy |
Ηλεκτρονική Μορφή: pdf (15 €) – Digital Type: pdf (15 €) pharmakonpress[at]pharmakonpress[.]gr |
|
Λέξεις κλειδιά – Keywords | Χλωραμφαινικόλη
Chloramphenicol |
|
Λοιποί Όροι – Other Terms | Άρθρο Article |
|
Περίληψη – Summary | Η χλωραμφαινικόλη υπήρξε το πρώτο αντιβιοτικό ευρέος φάσματος. Έχει βακτηριοκτόνα δράση έναντι λοιμώξεων από αιμόφιλο και στρεπτόκοκκο πνευμονίας και βακτηριοστατική έναντι πολλών άλλων αερόβιων και αναερόβιων βακτηρίων, ρικετοιών και χλαμυδίων. H αντιμικροβιακή δράση της αποδίδεται σε σύνδεση με την 50s υπομονάδα του 70s βαχτηριακού ριβοσώματος. Η χλωραμφαινικόλη είναι πιο βιοδιαθέσιμη όταν χορηγείται από το στόμα απ ό,τι παρεντερικά. Ο παλμιτικός εστέρας της χορηγούμενος από το στόμα υδρολύεται προαπορροφητικά κυρίως στο λεπτό έντερο (πάνω από 90%) με τη δράση της παγκρεατικής λιπάσης προς ενεργή βάση χλωραμφαινικόλης, που στη συνέχεια απορροφείται. Μετά ενδοφλέβια χορήγηση του ηλεκτρικού εστέρα της, η υδρόλυσή του γίνεται στο συκώτι, νεφρά και πνεύμονες σε μεταβλητό βαθμό. Το φάρμακο διανέμεται γρήγορα στα διάφορα διαμερίσματα του σώματος, περιλαμβανομένων του εγκεφάλου και του εγκεφαλονωτιαίου υγρού (EΝY) η σχέση ΕΝΥ/αίμα κυμαίνεται μεταξύ 35 και 65%. Η χλωραμφαινικόλη απομακρύνεται κυρίως με γλυκουρονική σύζευξη στο συκώτι (85-90%) και νεφρική απέκκριση με τη μορφή γλυκουρονιδίου, αναλλοίωτου φαρμάκου ή ηλεκτρικού εστέρα της. Για μια αποτελεσματική και χωρίς τοξικότητα θεραπεία οι μέγιστες συγκεντρώσεις στον ορό πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 10 και 20 μg/ml και οι ελάχιστες μεταξύ 5 και 10 μg/ml συνιστάται δόση 75 mg/kg/ημέρα και ειδικό δοσολογικό σχήμα για νεογνά. Ανεπιθύμητες ενέργειες από χορήγηση χλωραμφαινικόλης είναι: συνήθεις; αντιστρεπτή καταστολή μυελού οστών (εξαρτώμενη από τη δόση και από το χρόνο), φαιό σύνδρομο σε νεογνά (εξαρτώμενο από τη δόση στα νεογνά σπάνια σε μετέπειτα ηλικίες), οπτική νευρίτιδα (3-5% σε παιδιά με κυστική ίνωση), ασυνήθεις, εξανθήματα, πυρετός, αναφυλαξία, απώλεια τριχών, παρατεταμένη επούλωση τραυμάτων, αιμόλυση σ’ ασθενείς με ένδεια G6PD, ιμευδομεμβρανώδη κολίτιδα, ηπατίτιδα, θηλώδης ατροφία εντερικού βλεννογόνου, εγκεφαλοπάθεια, περιφερική νευροπάθεια. Σπάνιες: μη αντιστρεπτή απλαστική αναιμία – ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση (συχνότητα περίπου 1: 40.000), οξέωση. Μέχρι το 1984 έχουν αναφερθεί στη διεθνή βιβλιογραφία περιπτώσεις χλωραμφαινικολο-άντοχων μικροοργανισμών: τυφοειδείς και μη τυφοειδείς κόκκοι σαλμονέλλας, κόκκοι αιμόφιλου τύπου b, σταφυλόκοκκοι (Staph. aureus και Staph. epidermidis). στρεπτόκοκκος πνευμονίας. Η αντοχή στη χλωραμφαινικόλη οφείλεται συνήθως σε παραγωγή ακετυλοτρανσφεράσης συνδεδεμένης με κωδικοποιημένο R-πλασμίδιο. Το ένζυμο αυτό ακετυλιώνει υδροξύλια της πλευρικής αλυσίδας του φαρμάκου, αδρανοποιώντας το μ’ αυτό τον τρόπο. Στη δεκαετία του ’80 η χλωραμφαινικόλη θεωρείται φάρμακο πρώτης γραμμής για λοιμώξεις από αιμόφιλο κατά τη βρεφική ηλικία, για ρικετσιώσεις σε παιδιά κάτω από 8 ετών, για αρχική εμπειρική θεραπεία εγκεφαλικών αποστημάτων και σ’ ενδοφθάλμιες λοιμώξεις.
Chloramphenicol, isolated from Streptomyces νenezuelae, was the first broad spectrum antibiotic. It is bactericidal against most Haemophilus influenzae and Streptococcus pneumoniae and bacteriostatic against most other aerobic and anaerobic bacteria, as well as Chlamydia, Mycoplasma and Rickettsia. Its antimicrobial activity is related to binding to the 50s subunit of the 70s bacterial ribosome. Chloramphenicol is more bioavailable by the oral than by parenteral administration. Orally administered chloramphenicol palmitate is hydrolysed mainly in the small intestine (more than 90% of the dose) by pancreatic lipase to active chloramphenicol base, which is then absorbed. After i.v. administration of inactive chloramphenicol succinate, the hydrolysis takes place in the liver, kidneys and lungs with a variable rate. The drug is rapidly distributed in various body compartments, including brain and cerebrospinal fluid (CSF); the CSF/blood ratio is 35 to 65%. Chloramphenicol is eliminated mainly by glucuronidation in the liver (85 to 90%) and excretion in the urine as glucuronide, free drug or as succinate. To ensure efficacy and avoid toxicity maximum serum concentrations of 10 to 20 μg/ml and minimum concentrations of 5 to 10 μg/ml are desirable; a dose of 75 mg/kg/day is now generally recommended, with specific adjustments for newborns. Adverse effects associated with the use of chloramphenicol are: common: reversible bone marrow suppression (dose and time dependent), grey baby syndrome (dose-dependent in neonates; rarely, thereafter), optic neuritis (3 to 5% of children with cystic fibrosis); uncommon: rash, fever, anaphylaxis, hair loss, delayed wound healing, haemolysis in patients with G6PD deficiency; pseudo-membranous colitis, hepatitis, villous atrophy of intestinal mucosa, encephalopathy, peripheral neuropathy; rare: non-reversible aplastic anaemia – idiosyncratic reaction (incidence approx. 1:40,000), acidosis. Until 1984 different bacteria resistant to chloramphenicol have been reported worldwide: Salmonella spp. (typhoidal and non-typhoidal strains), H. influenzae type b strains, Staph. aureus, Staph. epidermidis, S. pneumoniae. Chloramphenicol resistance is usually due to bacterial acquisition of an R plasmid encoded for acetyl-transferase; this enzyme acetylates hydroxy groups in chloramphenicol side-chain, thus inactivating the drug. In the 1980s chloramphenicol is considered as a first-line drug for invasive bacterial infections in infancy and early childhood where Η. influenzae is likely pathogen, for rickettsial infections in children under 8 years of age, for the initial therapy of brain abscess, and in selected intraocular infections. |
|
Αναφορές – References |
|
Online ISSN 1011-6575
Άρθρα Δημοσιευμένα σε αυτό το Περιοδικό Καταχωρούνται στα:
- Chemical Abstracts
- Elsevier’s Bibliographic Databases: Scopus, EMBASE, EMBiology, Elsevier BIOBASE
SCImago Journal and Country Rank Factor
Articles published in this Journal are Indexed or Abstracted in:
• Chemical Abstracts
• Elsevier’s Bibliographic Databases: Scopus, EMBASE, EMBiology, Elsevier BIOBASE
SCImago Journal and Country Rank Factor
Τι είναι η Επιθεώρηση Κλινικής Φαρμακολογίας και Φαρμακοκινητικής-Ελληνική Έκδοση-Οδηγίες προς τους Συγγραφείς
What is Epitheorese Klinikes Farmakologias και Farmakokinetikes-Greek Edition-Instrunctions to Authors
Άρθρα Δημοσιευμένα στην Επιθεώρηση Κλινικής Φαρμακολογίας και Φαρμακοκινητικής-Ελληνική Έκδοση
Articles Published in Epitheorese Klinikes Farmakologias και Farmakokinetikes-Greek Edition
Συντακτικη Επιτροπή-Editorial Board
ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ 1985 – ANNUAL SUBSCRIPTION 1985 | |
Γλώσσα Πλήρους Κειμένου – Full Text Language |
Ελληνικά – Greek |
Παραγγελία – Αγορά – Order – Buy |
Ηλεκτρονική Μορφή: pdf (70 €) – Digital Type: pdf (70 €)pharmakonpress[at]pharmakonpress[.]gr |
Έντυπη Μορφή (70 € + έξοδα αποστολής) Printed Type (70 € + shipping)pharmakonpress[at]pharmakonpress[.]gr |