Τίτλος – Title |
Συστήματα άμυνας του Οργανισμού: Γ. Αντιγόνα και αντισώματα: Σύγχρονη θεώρηση
Defense mechanisms. C. Antigens and antibodies |
|
Συγγραφέας – Author | Σ.T. ΠΛΕΣΣΑΣ και Χ.Τ. ΠΛΕΣΣΑΣ S.T. PLESSAS and C.T. PLESSAS |
|
Παραπομπή – Citation | ΦΑΡΜΑΚΟΝ-Τύπος: Επιθεώρηση Κλιν. Φαρμακολ. Φαρμακοκινητ.
10: 80-123 (1992) PHARMAKON-Press: Epitheorese Klin. Farmakol. Farmakokinet. 10: 80-123 (1992) |
|
Ημερομηνία Δημοσιευσης – Publication Date | Απρίλιος 1992 – April 1992 | |
Γλώσσα Πλήρους Κειμένου – Full Text Language |
Ελληνικά – Greek | |
Παραγγελία – Αγορά – Order – Buy |
Ηλεκτρονική Μορφή: pdf (15 €) – Digital Type: pdf (15 €) pharmakonpress[at]pharmakonpress[.]gr |
|
Λέξεις κλειδιά – Keywords | Αντιγόνα, απτίνες, πρόσθετα, αντιγονικοί κaθοριστές, αντισώματα, ανοσοσφαιρίνες, περιοχή-δικαιοδοσία, IgG, IgM, IgA, ΙgD, IgE, μοριακή γενετική ανασοσφαιρινών, υπερ-οικογένεια ανασοσφαιρινών, υποδοχέας ιντερλευκίνης 1, υποδοχέας FceRI, υπερ-οικογένεια λεκτινών, υποδοχέας FceRIΙ
Antigens, haptens, adjuvants, epitopes, antibodies, immunoglobulins, domains, IgG, IgM, IgA, IgD, IgE, molecular genetics of immunoglobulins, immunoglobulin super-family, IL-1 receptor, FceRI receptor, lectin super-family, FceRIΙ receptor |
|
Λοιποί Όροι – Other Terms | Άρθρο Article |
|
Περίληψη – Summary | Αντιγόνο είναι κάθε ουσία που επάγει το σχηματισμό αντισωμάτων και/ή κυττάρων της ανοσίας που αντιδρούν ειδικά με αυτό. Γενικά, τα αντιγόνα είναι ουσίες που το σώμα αναγνωρίζει σαν ξένες. ‘Ενα αντιγόνο μπορεί να εισέλθει στον οργανισμό και τέτοια αντιγόνα είναι συχνά μεγάλα σωματίδια, όπως βακτηρίδια, κύτταρα, μεγαλομοριακές πρωτεΐνες, υδατάνθρακες ή λιπίδια – σε ορισμένες καταστάσεις μικρά μόρια και ακόμη υλικά από το ίδιο το σώμα του ατόμου (αυτο-αντιγόνα) μπορεί να αποκτήσουν αντιγονικά χαρακτηριστικά. Ανοσογόνο είναι κάθε ουσία που διεγείρει το σχηματισμό αντισωμάτων και/ή κυττάρων της ανοσίας. Αλλεργιογόνο είναι το αντιγόνο εκείνο που προκαλεί εκδηλώσεις αλλεργίας (επίκτητη υπερευαισθησία στο αντιγόνο) – τα αλλεργιογόνα συνδέονται με τις ανοσοσφαιρίνες (αντισώματα) της κατηγορίας Ε. Η πιο σπουδαία ιδιότητα ενός αντιγόνου είναι ένα επιφανειακό χαρακτηριστικό-στοιχείο (καθοριστής ή επίτοπος) το οποίο αναγνωρίζεται σαν ξένο από το σώμα και με το οποίο συνδέονται τα αντισώματα. Ο όρος απτίνη χρησιμοποιείται για μια ουσία που είναι τόσο μικρή ώστε να είναι ανίκανη από μόνη της να εκδηλώσει μια ανοσολογική απάντηση. Μια απτίνη μπορεί μόνο να αναγνωριστεί από ένα αντίσωμα, όταν συζεύγνυται με μια μεγαλύτερη πρωτεΐνη. H πρωτείνη αυτή αναφέρεται σαν πρωτεΐνη-μεταφορέας. Ανόργανες ουσίες, λιπίδια και πυρηνικά οξέα είναι μεταξύ των πιο συνήθων απτινών, ενώ οι πρωτεΐνες-μεταφορείς μπορεί, να είναι, π.χ. πρωτεΐνες στον ορό ή πάνω στην επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Η απτίνη, σαν μέρος ενός αντιγόνου, καθορίζει την εξειδίκευσή του. Υπάρχει μια ομάδα θυμο-εξαρτώμενων αντιγόνων (συνήθως πρωτεΐνες) τα οποία μπορούν να ευαισθητοποιήσουν και να δραστηριοποιήσουν τα Τ-λεμφοκύτταρα και μια ομάδα θυμο-ανεξάρτητων αντιγόνων (συνήθως πολυσακχαρίτες), τα οποία δραστηριοποιούν τα Β-λεμφοκύτταρα. Τα διασταυρούμενης αντίδρασης αντιγόνα χαρκτηρίζουν την αντίδραση μεταξύ ενός αντισώματος και ενός αντιγόνου που δεν είναι ειδικό για το αντίσωμα, αλλά συνδέεται στενά με ένα που είναι. Παράδειγμα μιας τέτοιας διασταυρούμενης αντίδρασης είναι ο εμβολιασμός που χρησιμοποιεί θανατωμένα ή εξασθενημένα βακτηρίδια, ή την τοξίνη τους. Τα επαγόμενα αντισώματα είναι ικανά να εξουδετερώνουν τόσο το ζώντα παθογόνο μικροοργανισμό όσο και την τοξίνη που εκκρίνει (όπως του τετάνου).
Αντίσωμα είναι μια πρωτεϊνικής φύσης ουσία που παράγεται σε απάντηση ενός αντιγόνου και αντιδρά ειδικά με αυτό (αντίδραση αντιγόνου-αντισώματος). ‘Ολα τα αντισώματα ανήκουν σε μια κατηγορία πρωτεϊνών του ορού, τις ανοσοσφαιρίνες (Ig). Οι όροι ανοσοσφαιρίνη και αντίσωμα αλληλοχρησιμοποιούνται. Όμως, ενώ όλα τα αντισώματα είναι ανοσοσφαιρίνες, όλες οι ανοσοσφαιρίνες δεν δρουν σαν αντισώματα. Οι ανοσοσφαιρίνες περιλαμβάνουν στο μόριό τους δύο ίδια ζεύγη ελαφρών (κ και λ) και βαριών (γ, μ, α, δ και ε) αλύσεων που σχηματίζουν ένα Υ. Οι άλυσοι συνδέονται με γέφυρες δισουλφιδίων. H περιοχή της Ιg που συνδέεται με το αντιγόνο διαφέρει σε δομή (μεταβλητή περιοχή ή V) το εναπομένον μέρος του Υ είναι σχετικά σταθερό από μια ανοσοσφαιρίνη σε μια άλλη. Μέσα στη μεταβλητή περιοχή ο μεγαλύτερος βαθμός μεταβλητότητας βρίσκεται στην ακολουθία των αμινοξέων η οποία χρησιμεύει σαν το σημείο-θέση σύνδεσης του αντιγόνου (υπερμεταβλητή περιοχή), έτσι ώστε ένα αντίσωμα να μπορεί να αντιδρά με κάθε αντιγόνο – κάθε θέση σύνδεσης σχηματίζεται απο το αμινο-τελικό τμήμα μιας βαριάς και μιας ελαφράς αλύσου. Διάσπαση της ανοσοσφαιρίνης με το ένζυμο παπαΐνη επιτρέπει το διαχωρισμό του κλάσματος που συνδέεται με το αντιγόνο (Fab) από το κρυσταλλούμενο κλάσμα (Fc) στην περιοχή άρθρωσης των δύο κλασμάτων. Αυτό είναι το σημείο με το οποίο συνδέεται το C1q του συμπληρώματος. Το κλάσμα Fc χρησιμεύει για να συνδέει το αντίσωμα με τους Fc-υποδοχείς πάνω στα διάφορα κύτταρα, ειδικά τα μακροφάγα (ΙgG) και τα ιστιοκύτταρα (IgE). Οι ανοσοσφαιρίνες εκκρίνονται από τα Β-λεμφοκύτταρα που έχουν ερεθιστεί είτε άμεσα από ένα αντιγόνο ή από ένα αντιγόνο που υπέστη επεξεργασία από τα μακροφάγα. Το δραστηριοποιηθέν (ενεργό) Β-λεμφοκύτταρο εμφανίζεται σαν πλασμοκύτταρο. Οι lgM, ΙgA και IgE παράγονται από τα Β-λεμφοκύτταρα που έχουν τους αντίστοιχους ανοσοσφαιρινικούς καθοριστές πάνω ατην επιφάνειά τους. Το μεγαλύτερο μέρος της ΙgG παράγεται από τη συνεργασία μεταξύ Β-λεμφοκυττάρων και Τ-λεμφοκυττάρων με την παρουσία των μακροφάγων. Πέντε κύριες ομάδες ανοσοσφαιρινών απαντούν φυσιολογικά στους ενήλικες και αντιπροσωπεύουν περίπου 100 εκατομμύρια μόρια αντισωμάτων στον ορό ενός υγιούς ενήλικα. – H ΙgG αντιπροσωπεύει την κύρια ανοσοσφαιρίνη στον ορό του ανθρώπου. IgG αντισώματα βρίσκονται σε όλους τους ιστικούς χώρους και κατευθύνονται εναντίον μιας μεγάλης ποικιλίας αντιγόνων. Επειδή η IgG περνά τον πλακουντιακό φραγμό είναι σημαντική για τη δημιουργία ανοσίας στο παιδί πριν τη γέννησή του – τα νεογέννητα παιδιά είναι ήδη εφοδιασμένα με μητρικά αντισώματα lgG. Μέσω της περιοχής Fc, τα αντισώματα αυτά μπορούν να συνδεθούν με το C1q του συμπληρώματος και με τον υποδοχέα Fc στα μακροφάγα και με αυτό τον τρόπο να διεγείρουν τη φαγοκυττάρωση παθογόνων βακτηριδίων ή άλλων αντιγόνων. Μπορούν ακόμη να εξουδετερώσουν τοξίνες. Στον άνθρωπο υπάρχουν 4 υποκατηγορίες IgG, από τις οποίες μόνο η IgG4 μπορεί να συνδεθεί με τo συμπλήρωμα. – H IgA είναι η κύρια ανοσοσφαιρίνη των εξωκρινών εκκρίσεων όπως του γάλακτος της βλέννης των αναπνευστικών οδών και του εντέρου, του σιέλου και των δακρύων. Η IgA πιθανόν έχει μεγάλη σημασία στην προστασία της επιφανείας των βλεννογόνων από την εισβολή παθογόνων βακτηριδίων. Η IgA του ορού (σαν μονομερές όπως η IgG) σχηματίζεται στα λεμφογάγγλια και στο σπλήνα. Η IgA δεν μπορεί να συνδεθεί με το συμπλήρωμα – τα αντιγόνα που βρίσκονται στο αίμα, αφού έχουν διέλθει, π.χ. από τον αυλό του εντέρου, συλλαμβάνονται από την IgA του ορού και αποβάλλονται μέσω του ήπατος. H εκκριτική IgA (s-ΙgA) παράγεται (κατά το μεγαλύτερο μέρος της) από τα πλασμοκύτταρα στην υποεπιθηλιακή στοιβάδα του βλεννογόνου του εντέρου, του βρογχικού δένδρου ή των συνδεδεμένων τους εκκριτικών αδένων. Η s-IgA αποτελείται από δύο μόρια ΙgA ενωμένα μεταξύ τους μέσω μιας J-αλύσου (γλυκοπρωτεΐνη – χρησιμεύουσα για την προστασία από τα πεπτικά ένζυμα) και ενάς εκκριτικού τμήματος (πολυπεπτίδιο, διευκολύνει τη μεταφορά της ΙgA διαμέσου του επιθηλίου και την έκκρισή της μέσα στα δάκρυα, σίελο ή το γάλα). Επίσης, η s-IgA δεν μπορεί να συνδεθεί με το συμπλήρωμα και για το λόγο αυτό δε μπορεί να οψωνοποιήσει. Αυτή, όμως μπορεί να συνδεθεί με βακτηρίδια και ιούς με το τμήμα της Fab, δημιουργώντας ανοσοσυμπλέγματα, συνεπώς εμποδίζοντάς τα να προσφυθούν στα επιθηλιακά κύτταρα. Αυτή η «εξουδετέρωση» σπόρων αποτελεί την πιο σπουδαία λειτουργία της IgA στις βλεννογόνιες μεμβράνες. Ανοσοποίηση εναντίον ορισμένων νόσων, όπως η πολυομυελίτιδα που εισβάλλει στο σώμα μέσω του εντέρου, μπορεί να επιτευχθεί με εμβόλιο από το στόμα το οποίο διεγείρει την παραγωγή IgA στο έντερο. Ομοίως, στις αναπνευστικές οδούς την κύρια χυμική (αντισωμάτων) άμυνα αποτελεί η ΙgA, που θεωρείται ιδιαίτερα σπουδαία στην καταπολέμηση ιικών λοιμώξεων των αναπνευστικών οδών, όπως της γρίππης. Όταν υφίσταται ανεπάρκεια σε IgA (χωρίς εξισορρόπησή της από αυξημένη IgM δραστηριότητα, ή όταν ελλείπουν IgG αντισώματα), τα άτομα εμφανίζονται ευάλωτα σε λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος ή του γαστρεντερικού σωλήνα. – ΙgM (γM) είναι μια σφαιρίνη που σχηματίζεται σχεδόν σε κάθε ανοσολογική απάντηση και κατά την αρχή της αντίδρασης (πρωτογενής αντίδραση), η ΙgM είναι η πρώτη κατηγορία αντισωμάτων που εμφανίζεται. Η IgM έχει μια πενταμερή δομή (πέντε μονομερή IgM), έτσι δεν μπορεί να διέλθει τον πλακούντα, αλλό μπορεί να φθάσει στην επιφάνεια των βλεννογόνων μόνο στην περίπτωση φλεγμονής που υπάρχει αγγειακή διαβατότητα. Λόγω της πενταμερούς δομής της, η ΙgM εμφανίζει μέχρι δέκα θέσεις σύνδεσης αντιγόνου και συνεπώς είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στη σύνδεση μικροοργανισμών που τους κάνει να συγκολλούνται και μέσω σύνδεσης με το συμπλήρωμα να οψωνοποιούνται. Οι ισοσυγκολλητίνες των ομάδων αίματος Α και Β ανήκουν στην κατηγορία αυτή, όπως και τα αντισώματα έναντι των βακτηριακών σωμάτων των βακίλλων του τύφου και παρατύφου. – IgE (γE) είναι μια γ-σφαιρίνη που παράγεται από τα κύτταρα που καλύπτουν την αναπνευστική και εντερική οδό. Η IgE είναι κυτόφιλη και συνδέεται μέσω ΙgΕ-υποδοχέων στην επιφάνεια των μαστοκυττάρων και βασεόφιλων λευκοκυττάρων και σε μικρό βαθμό επίσης με άλλους τύπους κυττάρων. Αποκοκκίωση των κυττάρων αυτών, συνεπώς, επάγεται σε περίπτωση αλλεργικής αντίδρασης του τύπου 1 (άσθμα και πυρετός χάρτου) – περίπου 50% των ασθενών, με αλλεργικά νοσήματα (ατοπικοί ασθενείς) έχουν αυξημένες συγκεντρώσεις ΙgE (ίχνη στα φυσιολογικά άτομα). Η IgE μπορεί να παίζει ρόλο στην άμυνα εναντίον εντερικών παρασίτων, όπως ασκάρεων και ταινιών. Η IgE δε συνδέεται με το συμπλήρωμα. – ΙgD (γD) είναι μια πρωτεΐνη που υπάρχει στο φυσιολογικό ανθρώπινο ορό σε πολύ μικρή ποσότητα. H IgD δε μπορεί να συνδεθεί με το συμπλήρωμα και η λειτουργία της είναι άγνωστη. Ίσως αυτή να παίζει ρυθμιστικό ρόλο ατην επιφάνεια των B-κυττάρων σαν ένας καθοριστής σύλληψης-αντιγόνου. Κάθε ελαφρά άλυσος ανοσοσφαιρίνης προέρχεται τουλάχιστο από 3 ξεχωριστά δομικώς γονίδια: ένα γονίδιο της μεταβλητής περιοχής VL, ένα γονίδιο σύνδεσης JL και ένα γονίδιο της σταθερής περιοχής CL. Κάθε βαριά άλυσσς προέρχεται τουλάχιστον από 4 διαφορετικά γονίδια: ένα γονίδιο της μεταβλητής περιοχής VΗ, ένα γονίδιο της περιοχής διαφοροποίησης D, ένα γονίδιο της περιοχής σύνδεσης JH και ένα γονίδιο της σταθερής περιοχής CH. Οι υπεύθυνοι μοριακοί μηχανισμοί για τη δημιουργία-γένεση μιας ξεχωριστής ανοσοσφαιρινικής αλύσου από πολλαπλά δομικά γονίδια περιλαμβάνουν γονιδιακές επανατακτοποιήσεις και μεταθέσεις ομάδων. Οι ανοσοσφαιρίνες ανήκουν σε μια υπεροικογένεια η οποία περιλαμβάνει υποδοχείς όπως τον υποδοχέα της ιντερλευκίνης-1, τον υποδοχέα της ιντερλευκίνης-6, τους ΙgΕ υποδοχείς (FceRI) και τους IgG υποδοχείς (FcγR). οι ΙgE υποδοχείς FceRIΙ ανήκουν στην υπερ-οικογένεια της λεκτίνης. Τα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας ή ιστικά αντιγόνα είναι τα αντιγόνα που βρίσκονται στην κυτταρική μεμβράνη όλων των ειδών των κυττάρων, εκτός των ερυθροκυττάρων και των τροφοβλαστών αυτά διεγείρουν μια ανοσολογική απάντηση (τόσο παραγωγή αντισωμάτων όσο και ευαισθητοποίηση λεμφοκυττάρων) οποτεδήποτε ένα άτομο δέχεται εμπύρηνα κύτταρα με αντιγόνα διαφορετικά από εκείνα των δικών του κυττάρων (εκτός των ταυτόσημων διδύμων). Τα αντιγόνα αυτά ελέγχονται από γονίδια: η ομάδα των γονιδίων αυτών πάνω στο χρωμόσωμα 6 και οι κωδικοποιημένες πρωτεΐνες τους αποτελούν το Μείζον Σύμπλεγμα Ιστοσυμβατότητας (MHC) (μείζον, γιατί αυτά ελέγχει για ισχυρά αντιγόνα μεταμόσχευσης). Το σύστημα ΗLΑ (αντιγόνα λευκοκυττάρου ανθρώπου) είναι το πιο σπουδαίο σύστημα ιστικών αντιγόνων. Τα HLA αντιγόνα είναι γλυχοπρωτεϊνικά συστατικά πάνω στις κυτταρικές μεμβράνες, των οποίων η δομή είναι πολύ όμοια των ανοσοσφαιρινών με μια βαριά και μια ελαφρά πολυπεπτιδική άλυσο. Υπάρχουν δύο κατηγορίες ΗLΑ αντιγόνων που εκπληρούν διαφορετικές λειτουργίες: (α) Τα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας τάξης I: Ο σχηματισμός τους ελέγχεται γενετικά από γονίδια ευρισκόμενα σε τρεις θέσεις πάνω στο χρωμόσωμα 6 καθορισμένες σαν HLA-Α, HLA-B και ΗLΑ-C. Τα αντιγόνα αυτά έχουν διαπιστωθεί πάνω στη μεμβράνη όλων των εμπύρηνων κυττάρων του σώματος, εκτός των ερυθροκυττάρων. Φαίνεται ότι παράγονται ειδικά μαζί με πρωτεΐνες οι οποίες έχουν συντεθεί πρόσφατα από τα κύτταρα αυτή είναι η περίπτωση για κύτταρα που μολύνονται από ιούς αφού τα κύτταρα αυτά οφείλουν να παράγουν ιικά αντιγόνα. (β) Τα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας τάξης ΙΙ: Αυτά αναφέρονται επίσης σαν Ια-αντιγόνα από το «συνδεδεμένα με την ανοσολογική απάντηση». Ο σχηματισμός τους ελέγχεται από τη γονιδισκή περιοχή D του ΗLΑ συμπλέγματος πάνω στο χρωμόσωμα 6. Τα αντιγόνα αυτά βρίσκονται μόνο στη μεμβράνη των Β-λεμφοκυττάρων και των κυττάρων των παρουσιαζόντων το αντιγόνο (μακροφάγα, μονοκύτταρα και δενδριτικά κύτταρα) όπου υπάρχει φλεγμονή, τα Τ-λεμφοκύτταρα παρουσιάζουν αντιγόνα τάξης ΙΙ (ελλείπουν κανονικά). Τα Τ-κύτταρα πρέπει να κατέχουν υποδοχείς για να αντιδρούν ειδικά με τα αντιγόνα. Συνεπώς αυτά αναγνωρίζουν αντιγόνα, όπως ιικά αντιγόνα, μόνο όταν είναι συνδεδεμένα με την κυτταρική μεμβράνη, και μόνο σε συνδυασμό με ένα ενδογενές μόριο της τάξης Ι ή της τάξης ΙI. Ετσι, ο υποδοχέας του Τ-κυττάρου πρέπει να περιλαμβάνει ένα τμήμα ειδικό για αντιγόνο και ένα τμήμα που να αναγνωρίζει ένα μόρια HLA. Τα κυτοτοξικά Τ-κύτταρα αναγνωρίζουν αντιγόνα ευρισκόμενα πάνω στη μεμβράνη των κυττάρων που έχουν μόρια τάξης Ι. Συνεπώς, τα κύτταρα αυτά αποτελούν τα κύρια συστατικά στοιχεία για την άμυνα έναντι κυττάρων επιμαολυσμένων από ιό. Τα Τ-βοηθητικά κύτταρα αναγνωρίζουν αντιγόνα επί των κυττάρων εκείνων που κατέχουν μόρια της τάξης ΙΙ. Αυτά είναι κυρίως τα μακροφάγα και τα Β-λεμφοκύτταρα. Τα μακροφάγα παρουσιάζουν το κάθε αντιγόνο που βρίσκεται πάνω στη μεμβράνη τους στα βοηθητικά κύτταρα. Τα Τ-κύτταρα του οργανισμού πρέπει συγχρόνως να αναγνωρίζουν τόσο το ξένο αντιγόνο όσο και το δικά τους (Τάξης Ι ή τάξης ΙΙ). Ο μηχανισμός αυτός είναι γνωστός σαν περιορισμός ΗLΑ. Antigen is any substance that induces the formation of antibodies and/or cells of immunity that interact specifically with it. In general, antigens are substances that the body recognizes as foreign. Antigens may be introduced into the body and such antigens are often large particles, e.g. bacteria, cells, large proteins, sugars or lipids; in certain circumstances small molecules and even material from one’s own body (auto-antigens) can acquire antigenic characteristics. Immunogen is any substance that stimulates the formation of antibodies and/or cells of immunity. Allergen is the antigen that causes manifestations of allergy (acquired hypersensitivity tο the antigen); allergens bind to immunoglobulins of type E. The most important property of an antigen is a surface feature (determinant or epitope) that is recognized as foreign by the body and to which the antibodies attach. The term hapten is used for a substance that is so small and unable by itself to elicit an immune response. An hapten can only be recognized by an antibody when it is coupled to a large protein, which is referred to as a carrier protein. Inorganic substances, lipids and nucleic acids are among the common haptens, whereas carrier protein may be, for example, serum proteins or proteins on the surface of red blood cells. The hapten (the portion of an antigen) determines the specificity of the antigen. There is a group of thymus-dependent antigens (generally proteins) which can stabilize and activate T-Iymphocytes, and there is a group of thymus-independent antigens (generally polysaccharides) which activate B-lymphocytes. Cross-reacting antigens characterize a reaction between an antibody and an antigen that is net specific for the antibody, but it is closely allied to the one that is. An example of such a cross-reaction is vaccination using killed or weakened bacteria, or their toxin. The antibodies induced are able to neutralize both the living pathogen as well as the toxin it secretes (e.g. Tetanus). Antibody is a protein substance developed in response to, and interacting specifically with, an antigen (antigen-antibody reaction). All antibodies belong to a special group of serum proteins, the immunoglobulin (Ig). The terms immunoglobulin and antibody are used interchangeably; however, whereas all antibodies are immunoglobulins, not all immunoglobulins act as antibodies. Immunoglobulins comprise two identical pairs of light (κ and λ) and heavy (γ, μ, α, δ and ε) chains assembled in the form of a Y. The chains are linked by disulphide bridges. The antigen-binding portion varies in its structure (variable part); the remaining part of the molecule is relatively constant from one immunoglobulin to another. Within the variable region the highest degree of variability is found in the amino acid sequence which serves as the antigen binding site (hypervariable region), so that an antibody can specifically react with any antigen; each binding site is made up of the amino-terminal segment of one heavy and one light chain. Treatment with pa-pain allows the antigen-binding fragment (Fab) to be separated from the crystallizable (Fc) fragment in the region where the two join; this is where the complement component C1q binds. The Fc portion serves to link the antibody to Fc-receptors on different cells, especially macrophages (IgG) and Mast cells (IgF). The immunoglobulins are secreted by B-lymphocytes that have been stimulated either by an antigen directly or by an antigen that has been processed by macrophages. The active B-lymphocyte appears as a plasma cell. IgM, IgA and IgE are produced by B-lymphocytes that have the corresponding immunoglobulin determinants on their surfaces. Most IgG is produced by co-operation between B-lymphocytes and T-lymphocytes in the presence of macrophages. Five major groups of Igs are normally present in the human adult; they approximately comprise 100 million antibody molecules in the serum of a healthy adult. – IgG (or yG) represents the principal immunoglobulin in human serum; lgG antibodies are found throughout the tissue spaces and directed against a wide variety of antigens. Because it moves across the placental barrier, it is important in producing immunity in the infant prior to birth; newborn infants are already provided with maternal IgG antibodies. Via their Fc-region, these antibodies are able to bind to C1q and to Fc-receptor on macrophages and thus stimulate the phagocytosis of bacterial pathogens or other antigens. They can also neutralise toxins. In human there are four subclasses of IgG, of which only IgG4 is unable to bind complement. – IgA (or yA) is the principal immunoglobulin in exocrine secretions such as milk, respiratory and intestinal mucin, saliva and tears. This is probably important in protecting mucosal surfaces from invasion by pathogenic bacteria. In serum (as a monomer like lgG) IgA is formed in the lymph nodes and in the spleen. It is unable to bind complement; antigens in the bloodstream, after having penetrated, for example, the gut lumen, are picked up by serum IgA and eliminated via the liver. The secretory 1gA (s-IgA) is produced (the largest part) by the plasma cells in the lamina propria of the gut, of the bronchial tract or associated secretory glands. s-IgA is made up of two IgA molecules joined together via a J-chain (glycoprotein serving as a protection against digestive enzymes) and a secretory segment (polypeptide-facilitating the transport of the IgA through the epithelium and its secretion into tears, saliva, or milk). Also s-IgA is unable to bind complement and hence cannot opsonize. It can however fix bacteria and viruses with its Fab segment, giving rise to immune complexes, thereby preventing them from adhering to the epithelial cells. This “neutralization” of germs is the most important function of lgA in the mucosal membranes. Immunization against certain diseases such as poliomyelitis, which gains access to the body via the gut, can be achieved with an oral vaccine that stimulates the production of IgA in the gut. Similarly, in the respiratory tract the major humoral defense is IgA, which is particularly important in combating viral infections of the respiratory tract such as influenza. When an IgA deficiency occurs (without been balanced by an mnoreased 1gM activity or if there is additionally a lack of lgG antibodies) people are prone to infections of the respiratory system or intestinal track. – IgM (yM) is a globulin formed in almost every immune response during the early period of the reaction (primary reaction); IgM is the first antibody class to appear. IgM has a pentameric structure (five IgM monomers); thus unable to penetrate the placenta and can reach mucosal surfaces only in the case of inflammation with vascular permeability. Because of the pentamer structure, IgM has up to ten antigen binding sites and is therefore particularly effective in binding microorganisms, causing them to clump and through complement binding to be opsonized. The isoagglutinins of blood groups Α and B belong to this class, as do antibodies against the bacterial body of typhoid and paratyphoid bacilli. IgE (yE) is a gamma globulin produced by cells of the lining of the respiratory and intestinal tract. IgE is cytophile and binds via IgEreceptors to the surface of Mast cells and basophilic leukocytes and to a small extend also to other cell types. Degranulatien of these cells is thereby induced in the context of a Type I allergic reaction (asthma and hay fever); about 50% of patients with allergic diseases (atopic patients) have increased IgE levels (in trace amounts in normal persons). IgE may have a role in the defence against intestinal parasites as roundworms and tapeworms. IgE does not bind complement.. . – IgD (γD) is a protein that is present in normal human serum in very small amount. It is unable to fix complement and its function is not known. It may have a regulatory role on the surface of B-cells as an antigen-trapping determinant. Each immunoglobulin light chain is the product of at least 3 separate structural genes: a variable region VL gene, a joining region Ji gene and a constant region CL gene. Each heavy chain is the product of at least 4 different genes: a variable region VH gene, a diversity region D gene, a joining region JH gene and a constant CH region gene. The molecular mechanisms responsible for the generation of the single immunoglobulin chains from multiple structural genes include gene rearrangement and class switching. Immunοglοbelins belong to a superfamily which includes receptors, such as interleukin-1 receptor, interleukin-6 receptor, the IgE receptors (FceRl) and the lgG receptors (FcγR). The IgE receptors FceRII belong to the lectin super-family. Histocompatibility or tissue antigens are those present on all cell types except erythrocytes and trophoblasts; they stimulate an immune response (both antibody ρrόduction and lymphocyte sensitisation) whenever a person receives nucleated cells with antigens different from those of his own cells (except of identical twins). These antigens are controlled by genes; the group of these genes on chromosome 6 and their encoded proteins is the Major Histocompatibility Complex (MHC) (Major, because it controls for strong transplantation antigens). The HLA system (human leukocyte-A system) is the most important system of tissue antigens. The ΗLΑ antigens are glycoprotein components on cell membranes, whose structure is very similar to that of immunoglobulins, with a heavy and a light polypeptide chain. There are two classes of ΗLΑ antigens sub-serving different functions, the class I and class II. The formation of class I antigens is genetically regulated-controlled by genes at three loci on chromosome 6 designated ΗLΑ-Α, ΗLA-B and HLA-C. These antigens are identifiable of the membranes of all nucleated cells of the body, excepting erythrocytes. They appear to be especially produced together with proteins which are newly synthesized by cells. This is the case for cells infected by viruses, since these cells must produce viral antigens. The antigens of class II ΗLΑ are also referred to as la-antigens from “Immune response associated”. Their formation is controlled from the gene region D of the ΗLΑ complex on chromosome 6. These antigens are only present in the membrane of B-lymphocytes and antigen-presenting cells (i.e. macrophages, monocytes and dendritic cells); where there is inflammation, T-lymphocytes also exhibit class II antigens (not normally). T-cells must possess receptors to react specifically to antigens. They therefore recognize antigens, such as virus, antigens, only when attached to a cell membrane, and only in association with one of endogenous Class I or Class II molecules. Therefore, the T-cell receptor must comprise an antigen-specific part and a part recognizing an ΗLΑ molecule. The cytotoxic T-cells recognize antigens on the membrane of cells which have Class I molecules. They thus form the principal components in the defence against virus infected cells. T-helper cells recognize antigens on those cells which possess Class II molecules. These are largely macrophages and B-lymphocytes. The macrophages present individual antigens on their membranes to the helper cells. T-cells have simultaneously to recognize both foreign antigen as well as the self antigen (ΗLA Class I or Class II). This mechanism is known as ΗLA restriction. |
|
Αναφορές – References |
|
Online ISSN 1011-6575
Άρθρα Δημοσιευμένα σε αυτό το Περιοδικό Καταχωρούνται στα:
Chemical Abstracts
Elsevier’s Bibliographic Databases: Scopus, EMBASE, EMBiology, Elsevier BIOBASE
SCImago Journal and Country Rank Factor
Articles published in this Journal are Indexed or Abstracted in:
• Chemical Abstracts
• Elsevier’s Bibliographic Databases: Scopus, EMBASE, EMBiology, Elsevier BIOBASE
SCImago Journal and Country Rank Factor
Τι είναι η Επιθεώρηση Κλινικής Φαρμακολογίας και Φαρμακοκινητικής-Ελληνική Έκδοση-Οδηγίες προς τους Συγγραφείς
What is Epitheorese Klinikes Farmakologias και Farmakokinetikes-Greek Edition-Instrunctions to Authors
Άρθρα Δημοσιευμένα στην Επιθεώρηση Κλινικής Φαρμακολογίας και Φαρμακοκινητικής-Ελληνική Έκδοση
Articles Published in Epitheorese Klinikes Farmakologias και Farmakokinetikes-Greek Edition
Συντακτικη Επιτροπή-Editorial Board
ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ 1992 – ANNUAL SUBSCRIPTION 1992 | |
Γλώσσα Πλήρους Κειμένου – Full Text Language |
Ελληνικά – Greek |
Παραγγελία – Αγορά – Order – Buy |
Ηλεκτρονική Μορφή: pdf (70 €) – Digital Type: pdf (70 €)pharmakonpress[at]pharmakonpress[.]gr |
Έντυπη Μορφή (70 € + έξοδα αποστολής) Printed Type (70 € + shipping)pharmakonpress[at]pharmakonpress[.]gr |