Τίτλος – Title | Ανταγωνιστές του Ασβεστίου: Φαρμακοδυναμική και Μηχανισμός Δράσης
Calcium Antagonists: Pharmacodynamic Effects and Mechanism of Action |
|
Συγγραφέας – Author | ΣΤΑΥΡΟΣ Τ. ΠΛΕΣΣΑΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Τ. ΠΛΕΣΣΑΣ
S. T. PLESSAS AND CH. T. PLESSAS |
|
Παραπομπή – Citation | ΦΑΡΜΑΚΟΝ-Τύπος: Επιθεώρηση Κλιν. Φαρμακολ. Φαρμακοκινητ.
4: 109-127 (1986) PHARMAKON-Press: Epitheorese Klin. Farmakol. Farmakokinet. 4: 109-127 (1986) |
|
Ημερομηνία Δημοσιευσης – Publication Date | Ιούλιος 1986 – July 1986 | |
Γλώσσα Πλήρους Κειμένου – Full Text Language |
Ελληνικά – Greek | |
Παραγγελία – Αγορά – Order – Buy |
Ηλεκτρονική Μορφή: pdf (15 €) – Digital Type: pdf (15 €) pharmakonpress[at]pharmakonpress[.]gr |
|
Λέξεις κλειδιά – Keywords |
|
|
Λοιποί Όροι – Other Terms | Άρθρο Article |
|
Περίληψη – Summary | Οι ανταγωνιστές του ασβεστίου, γνωστοί και σαν αναστολείς των διαύλων του ασβεστίου ή του βραδέος διαύλου ή της εισόδου ταυ ασβεστίου, αποτελούν μια ομάδα φαρμάκων με μεγάλη φαρμακολογική σημασία κυρίως σε παθήσεις ταυ κυκλοφορικού συστήματος, αλλά και άλλων οργάνων και συστημάτων. Ο κύριος μηχανισμός δράσης τους έχει σχέση με την παρεμπόδιση της εισόδου των ιόντων ασβεστίου προς το εσωτερικό του κυττάρου ή με την κινητοποίησή τους από τις ενδοκυττάριες αποθήκες τους, μ’ αποτέλεσμα την εμπόδιση της σύζευξης διέγερση-συστολή. H ομάδα αυτή των φαρμάκων, μαζί μ’ αυτά που ανακαλύφτηκαν πρόσφατα, περιλαμβάνει: (1) τη βεραπαμίλη και ουσίες χημικά συγγενείς της (ομάδα φαινυλακυλαμίνης), όπως τη γκαλλοπαμίλη (D-600), την τιαπαμίλη, την πρενυλαμίνη και την περεξιλίνη, (2) παράγωγα της διϋδροπυριδίνης, όπως τη νιφεντιπίνη, τη νιμοντιπίνη, τη νιτριντιπίνη, τη φελοντιπίνη και την Ρ.Υ. 108-068, (3) την ντιλτιαζέμη, παράγωγο της βενζοδιαζεπίνης και (4) τις πιπεραζίνες, όπως την κινναριζίνη, τη φλουναριζίνη και τη λιντοφλαζίνη. Από τις ουσίες αυτές σπουδαιότερες θεωρούνται η βεραπαμίλη, η νιφεντιπίνη και η ντιλτιαζέμη. Τα φάρμακα αυτά, παρόλο που έχουν τελείως διαφορετική δομή, εμφανίζουν παρόμοια φαρμακολογική δράση. H δράση τους αυτή εμφανίζεται κυρίως από το κυκλοφορικό σύστημα: στην καρδιά όλα αυτά τα φάρμακα καταστέλλουν τη συσταλτικότητα του μυοκαρδίου, ελαττώνουν τη συχνότητα σύσπασης της, ενώ προστατεύουν το ίσχαιμο μυοκάρδιο από τη βλάβη του ασβεστίου. Η βεραπαμίλη και η ντιλτιαζέμη, όχι όμως η νιφεντιπίνη, καθυστερούν την κολποκοιλιακή αγωγή και την ανερεθιστότητα, δράση που θεωρείται σπουδαία για τη χρήση τους σαν αντιαρρυθμικά φάρμακα. Και οι τρεις αυτοί ανταγωνιστές του ασβεστίου ελαττώνουν τον τόνο των αγγείων και για το λόγο αυτό θεωρούνται ισχυρά διασταλτική των στεφανιαίων και περιφερικών αρτηριών. Οι δράσεις τους αυτές που εμφανίζονται in vitro μπορεί να μεταβάλλονται ουσιαστικά in vivo από την επενέργεια των αντανακλαστικών των τασεοϋποδοχέων, γεγονός που αναμένεται από αγγειοδιασταλτικά φάρμακά τα οποία προκαλούν μικρή ή καμιά παρεμπόδιση στην απελευθέρωση της νοραδρεναλίνης από τις απολήξεις των νεύρων του συμπαθητικού συστήματος. Ο συνδυασμός της διαστολής των στεφανιαίων αγγείων και της μείωσης των απαιτήσεων του μυοκαρδίου σε οξυγόνο, μαζί με την ελάττωση του προ φορτίου εξηγεί τη σπουδαιότητά τους στη θεραπεία της μεταβαλλόμενης στηθάγχης και της στηθάγχης μετά κόπωση. Επειδή τα ιόντα ασβεστίου υπεισέρχονται στη σύζευξη διέγερση-απάντηση σ’ όλα γενικά τα είδη κυττάρων, οι δράσεις των ανταγωνιστών του ασβεστίου αναμένεται να εκδηλώνονται και από άλλες φυσιολογικές λειτουργίες όπως είναι π.χ. η νευρομεταβίβαση και οι εκκρίσεις των εξωκρινών και ενδοκρινών αδένων. Για το λόγο αυτό οι κλινικές τους ενδείξεις δεν περιορίζονται μόνο στη στηθάγχη, τις καρδιακές αρρυθμίες κ.α., στην αρτηριακή υπέρταση, αλλά και σε παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος (βρογχικό άσθμα), του πεπτικού (διαταραχές κινητικότητας του οισοφάγου) και του γεννητικού συστήματος (δυσμηνόρροια). H καλύτερη μελέτη και η ανάπτυξη νέων ανταγωνιστών του ασβεστίου πιστεύεται ότι θα διευρύνει τις θεραπευτικές ενδείξεις τους και σε παθήσεις του νευρικού συστήματος και των ενδοκρινών αδένων.
The calcium antagonistic drugs (also called calcium channel blockers or slaw channel blockers or calcium entry blockers) represent a major development in cardiovascular pharmacology. Τheir main mechanism of action is related to the inhibition of the movement of calcium ions into the cells, or to its mobilization from intracellular stores, with resultant inhibition of excitation-contraction coupling. The list of these drugs, with the more recently developed ones, includes: (1) chemical relatives of verapamil (phenylalkylamine group) such as gallopamil (D-600), tiapamil, prenylamine and perhexiline, (2) dihydroxy pyridine derivatives, such as nifedipine, nimodipine, nitrendipine, felodipine and PV108-068, (3) the benzothiazine derivative diltiazem, (4) piperazines, such as cinnarizine, flunarizine and lidoflazine. Verapamil, nifedipine and diltiazem are the most important representatives. These drugs have quite different chemical structures, but their pharmacological characteristics are similar. Their action is primarily confined to the cardiovascular system: in the heart, they all depress the mechanical activity and the rate of the heart and protect the ischaemic myocardium from calcium injury. Verapamil and diltiazem (but not nifedipine) prolong A-V conduction and refractoriness, which is important for their use as antiarrhythmic agents. All 3 drugs reduce vascular tone; for this effect they are powerful dilators of the coronary and peripheral arteries. These in vitro effects can be substantially altered by activation of baroreceptor reflexes in vivo, as is expected with vasodilators that cause little or no inhibition of noradrenalίπe release from sympathetic nerve endings. The combination of coronary dilatation with decreased oxygen demand of the myocardium, and its decreased preload explain their value in the treatment of vasospastic and effort angina. Given the involvement of calcium ions in excitation-response coupling in practically all types of cells, the effects of calcium antagonists would be on other physiological functions, e.g. neurotransmission and secretion from exocrine and endocrine glands. Therefore, their clinical indications have already moved beyond the presently accepted boundaries of angina, cardiac arrhythmias and hypertension into the areas of concern of respiratory physicians (asthma), gastroenterologists (esophageal motor disorders) and gynaecologists (dysmenorrhoea). The development and study of such drugs will also reveal still further therapeutic potentials, probably involving neurologists and endocrinologists. |
|
Αναφορές – References |
|
Online ISSN 1011-6575
Άρθρα Δημοσιευμένα σε αυτό το Περιοδικό Καταχωρούνται στα:
Chemical Abstracts
Elsevier’s Bibliographic Databases: Scopus, EMBASE, EMBiology, Elsevier BIOBASE
SCImago Journal and Country Rank Factor
Articles published in this Journal are Indexed or Abstracted in:
• Chemical Abstracts
• Elsevier’s Bibliographic Databases: Scopus, EMBASE, EMBiology, Elsevier BIOBASE
SCImago Journal and Country Rank Factor
Τι είναι η Επιθεώρηση Κλινικής Φαρμακολογίας και Φαρμακοκινητικής-Ελληνική Έκδοση-Οδηγίες προς τους Συγγραφείς
What is Epitheorese Klinikes Farmakologias και Farmakokinetikes-Greek Edition-Instrunctions to Authors
Άρθρα Δημοσιευμένα στην Επιθεώρηση Κλινικής Φαρμακολογίας και Φαρμακοκινητικής-Ελληνική Έκδοση
Articles Published in Epitheorese Klinikes Farmakologias και Farmakokinetikes-Greek Edition
Συντακτικη Επιτροπή-Editorial Board
ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ 1986 – ANNUAL SUBSCRIPTION 1986 | |
Γλώσσα Πλήρους Κειμένου – Full Text Language |
Ελληνικά – Greek |
Παραγγελία – Αγορά – Order – Buy |
Ηλεκτρονική Μορφή: pdf (70 €) – Digital Type: pdf (70 €)pharmakonpress[at]pharmakonpress[.]gr |
Έντυπη Μορφή (70 € + έξοδα αποστολής) Printed Type (70 € + shipping)pharmakonpress[at]pharmakonpress[.]gr |